- ὀπυστύς
- ὀπυστύς, ύος, ἡ, (ὀπυίω)A marriage, GDI4971.7 ([place name] Crete).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπυστύς — ὀπυστύς, ύος, ἡ (Α) ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. δαι τύς, μνησ τύς). Το σ τού τ. είναι πιθ. αναλογικό προς το σ άλλων λ. με την ίδια κατάλ. (πρβλ. γελασ τύς)] … Dictionary of Greek